ocherous$525207$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ocherous$525207$ - translation to ελληνικό

COLOR
Red ochre; Yellow ochre; Ocher; Red Ochre; Yellow Ochre; Yellow ocher; Ochres; Ocher (color); Ochers; Ochreus; Red ocher; Purple ochre; Purple ocher; Brown ochre; Brown ocher; Reddleman; Ocher (pigment); Reddle; Ochraceous; Ochreous; Ocherous
  • Yellow ochre (''Goldochre'') pigment
  • villas]] and towns.
  • Ochre pigment
  • a traditional ochre pigment]]
  • Aboriginal]] ceremony and artwork. [[Ochre Pits]], Namatjira Drive, [[Northern Territory]]
  • Ochre paintings in the Tomb of Nakht in [[Ancient Egypt]] (15th century BC).

ocherous      
adj. ωχρώδης

Ορισμός

Ochre
·noun ·see Ocher.
II. Ochre ·noun A metallic oxide occurring in earthy form; as, tungstic ocher or tungstite.
III. Ochre ·noun A impure earthy ore of iron or a ferruginous clay, usually red (hematite) or yellow (limonite), - used as a pigment in making paints, ·etc. The name is also applied to clays of other colors.

Βικιπαίδεια

Ochre

Ochre ( OH-kər; from Ancient Greek ὤχρα (ṓkhra), from ὠχρός (ōkhrós) 'pale'), or ocher in American English, is a natural clay earth pigment, a mixture of ferric oxide and varying amounts of clay and sand. It ranges in colour from yellow to deep orange or brown. It is also the name of the colours produced by this pigment, especially a light brownish-yellow. A variant of ochre containing a large amount of hematite, or dehydrated iron oxide, has a reddish tint known as "red ochre" (or, in some dialects, ruddle).

The word ochre also describes clays coloured with iron oxide derived during the extraction of tin and copper.